ανθηρίδιο

ανθηρίδιο
Αρσενικό όργανο πολλαπλασιασμού (το αντίστοιχο θηλυκό λέγεται αρχεγόνιο) των πτεριδόφυτων (φτέρες, εκουίζετα κλπ.), των βρυόφυτων (βρύα και ηπατικά) και των ανώτερων μυκήτων και φυκιών. Μέσα στο α., που αποτελεί τμήμα του γαμετόφυτου, διαμορφώνονται τα ανθηροζωάρια, αρσενικά γενετήσια κύτταρα που γονιμοποιούν την ωόσφαιρα. Στα φύκη το α. είναι απλό, μονοκύτταρο και η διάρρηξή του γίνεται με σχίσιμο της κυτταρικής μεμβράνης· στους μύκητες –όταν υπάρχει– διαφέρει αισθητά από ομάδα σε ομάδα· στα βρύα και στα ηπατικά το α. αποτελείται από περισσότερα κύτταρα που σχηματίζουν ένα σώμα κοίλο, σφαιροειδές ή επίμηκες· στα πτεριδόφυτα μοιάζει με το α. των βρυόφυτων, συνήθως όμως είναι απλούστερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • ωομύκητες — (oomycιtes). Τάξη της κλάσης των φυκομυκήτων. Περιλαμβάνει μικρομύκητες, με μυκήλιο αρχικά μονοπύρηνο και μετά πολυπύρηνο. Πολλαπλασιάζονται αγενώς με ζωοσπόρια και σπάνια με κονίδια, και εγγενώς με ωοσπόρια, μονήρη ή πολλά, τα οποία παράγονται… …   Dictionary of Greek

  • ωόσφαιρα — Ο θηλυκός γαμέτης, ο οποίος μετά τη γονιμοποίησή του από τον αρσενικό, παράγει το ζυγωτό. Η ω. παρουσιάζεται συνήθως στα φύκη και στους μύκητες υπό μορφή στρογγυλής πρωτοπλασματικής μάζας, χωρίς μεμβράνη, η οποία σχηματίζεται μέσα στο κύτταρο,… …   Dictionary of Greek

  • ανθηροζωάριο — Αρσενικό γενετήσιο κύτταρο (γαμέτης) πολυάριθμων ομάδων φυτών, όπως τα βρυόφυτα, τα πτεριδόφυτα κ.ά. Τα α. ή ανθηροζωίδια διαμορφώνονται μέσα στο ανθηρίδιο και κινούνται μέσα σε υγρό περιβάλλον με τη βοήθεια βλεφαρίδων …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • σελαγινέλλα — (sellaginella). Μοναδικό γένος της οικογένειας των Σελαγινελλοειδών, της οποίας είναι γνωστά 500 600 είδη, κατά μεγάλο μέρος των θερμών και υγρών δασών της τροπικής ζώνης. Περιλαμβάνουν όμως και μερικά είδη των σκιερών αλλά υγρών τόπων του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”